- σακχαρουρία
- η мед. сахарное мочеизнурение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σακχαρουρία — η, Ν ιατρ. η απέκκριση σακχάρου και, κυρίως, γλυκόζης στα ούρα, σε μετρητές ποσότητες, ένα από τα κυριότερα συμπτώματα τού σακχαρώδους διαβήτη, η οποία, όμως, μπορεί να οφείλεται και σε διαταραχή τής επαναπορρόφησης τού σακχάρου στους νεφρούς.… … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
φλοριζινικός — και παλ. γρφ. φλωριζινικός, ή, ό, Ν [φλοριζίνη] 1. (βιοχ. φαρμ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλοριζίνη 2. φρ. «φλοριζινική σακχαρουρία» ιατρ. τεχνητά προκαλούμενος διαβήτης για πειραματικούς σκοπούς, με τη χρήση φλοριζίνης … Dictionary of Greek
φρουκτοζουρία — η, Ν ιατρ. κληρονομική καλοήθης σακχαρουρία, κατά την οποία αποβάλλονται στα ούρα τα 10 έως 20% τής φρουκτόζης τής τροφής που λαμβάνει ο ασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. fructosurie] … Dictionary of Greek